Σαφές δείγμα ουσιαστικής μετατόπισης, στην κατεύθυνση επίτευξης συμφωνίας, αποτελεί η χθεσινή κοινή δήλωση του πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα και του προέδρου της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ, κατόπιν μεταξύ τους τηλεφωνικής επικοινωνίας. Τα σημεία που προσδιορίζουν την καμπή στην έως τώρα πορεία των διαπραγματεύσεων είναι τα ακόλουθα: η αναφορά σε επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης, η οποία παραπέμπει σε βήμα για την απελευθέρωση των 7,2 δισ. ευρώ του προηγούμενου προγράμματος.
Η προαναγγελία ότι η κυβέρνηση προτίθεται να ανοίξει τη συζήτηση για το ασφαλιστικό και ειδικότερα για το συνταξιοδοτικό σύστημα. Η χρονική μετάθεση της επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων, οι οποίες θα προκύψουν, όπως αναφέρεται, έπειτα από ευρεία διαβούλευση και με υιοθέτηση των ευρωπαϊκών προτύπων. Πρόκειται για τρία θέματα τα οποία είχαν αναδειχθεί στα σημαντικότερα «αγκάθια» στις έως τώρα διαπραγματεύσεις και με τη χθεσινή εξέλιξη μπαίνουν στη συζήτηση, όπως φαίνεται με σαφή διάθεση συμβιβασμού.
Η χθεσινή εξέλιξη ήρθε ως αποτέλεσμα της δραματικής αύξησης της πίεσης προς την κυβέρνηση το αμέσως προηγούμενο 24ωρο, που εκδηλώθηκε σε δύο επίπεδα. Κατά πρώτον, με την έντονη δυσφορία που προκλήθηκε στους εταίρους από την ανακοίνωση του Μεγάρου Μαξίμου, το απόγευμα της Τρίτης, ότι δεν υπάρχει δυνατότητα συμφωνίας εξαιτίας διαφορετικών προσεγγίσεων στη διαπραγμάτευση και διαφορετικών προτεραιοτήτων ανάμεσα στο ΔΝΤ και την Κομισιόν, με την ελληνική κυβέρνηση να επιρρίπτει την ευθύνη για το αδιέξοδο σε αυτές τις διαφορές. Με δεδομένο ότι νωρίτερα, το πρωί της Τρίτης, ιδιαίτερα από την πλευρά της Κομισιόν, μεταδιδόταν η εικόνα ότι οι διαπραγματεύσεις προχωρούν ικανοποιητικά, η αιφνίδια κίνηση της Αθήνας να αναφερθεί σε αδυναμία συμφωνίας προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια, η οποία διατυπώθηκε αρμοδίως.
Το δεύτερο στοιχείο που έγειρε την πλάστιγγα και δρομολόγησε την χθεσινή εξέλιξη ήταν το σαφές μήνυμα του επικεφαλής της ΕΚΤ, Μ. Ντράγκι, προς τους κ. Γ. Δραγασάκη και Ευ. Τσακαλώτο ότι η Κεντρική Τράπεζα δεν πρόκειται να χαλαρώσει τους περιορισμούς ρευστότητας που έχει επιβάλει στην Ελλάδα. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης έσπευσε χθες με ανακοίνωσή του να διασκεδάσει τις όποιες εντυπώσεις δημιουργήθηκαν για διάσταση στο εσωτερικό της κυβέρνησης, μετά τη δική του δήλωση ότι η επίτευξη συμφωνίας είναι εφικτός και ρεαλιστικός στόχος, η οποία έγινε λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση από το Μαξίμου περί αδυναμίας συμφωνίας. Ωστόσο, είναι δεδομένο ότι κορυφαίοι υπουργοί που συμμετέχουν στη διαπραγμάτευση δεν είχαν ενημερωθεί για την πρόθεση του πρωθυπουργικού επιτελείου να προβεί σε αυτήν την κίνηση.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο πρωθυπουργός τις προηγούμενες ημέρες, μετά τη διάψευση των προσδοκιών της Αθήνας για πρόοδο των διαπραγματεύσεων που θα επέτρεπε ένα έκτακτο Eurogroup την περασμένη Δευτέρα, αμφιταλαντεύθηκε ανάμεσα στη σύγκρουση ή τον συμβιβασμό με τους εταίρους. Ορισμένοι εκ των στενών συνεργατών του, καθώς και μέλη της κυβέρνησης, ανάμεσά τους και ο Γ. Βαρουφάκης, τοποθετούνταν στις εισηγήσεις τους υπέρ της διατήρησης σκληρής γραμμής, που θα εκφραζόταν με την άρνηση πληρωμής της δόσης στο ΔΝΤ. Η χθεσινή συνομιλία Τσίπρα - Γιουνκέρ και η κοινή δήλωση, αλλά και η τηλεφωνική επικοινωνία του πρωθυπουργού με τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ, καταδεικνύουν ότι, τελικά, τείνουν να υπερισχύσουν οι πιο μετριοπαθείς φωνές και οι εισηγήσεις για συμβιβαστική τακτική, καθώς η έλλειψη ρευστότητας καθίσταται, πλέον, ασφυκτική.
Το πλαίσιο της συζήτησης
«Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζ.-Κ. Γιουνκέρ και ο Αλ. Τσίπρας είχαν σήμερα τηλεφωνική επικοινωνία. Κατέγραψαν την πρόοδο που έχει σημειωθεί τις τελευταίες ημέρες στις συνομιλίες μεταξύ της Ελλάδος και των εταίρων της στο ζήτημα της αναλυτικής δέσμης μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να ολοκληρωθεί επιτυχώς η αξιολόγηση. Ιδιαίτερη μνεία έγινε στη σημασία των μεταρρυθμίσεων για εκσυγχρονισμό του συνταξιοδοτικού συστήματος, ούτως ώστε να καταστεί δίκαιο, δημοσιονομικά βιώσιμο και αποτελεσματικό στην κατεύθυνση αποφυγής της φτώχειας της τρίτης ηλικίας. Επίσης, συζήτησαν την ανάγκη οι μισθολογικές εξελίξεις και οι θεσμοί της αγοράς εργασίας να διαδραματίσουν ένα υποστηρικτικό ρόλο στη δημιουργία θέσεων εργασίας, στην ανταγωνιστικότητα και στην κοινωνική συνοχή. Σε αυτό το πλαίσιο, υπήρξε σύγκλιση απόψεων γύρω από τον ρόλο ενός μοντέρνου και αποτελεσματικού συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων, το οποίο θα πρέπει να αναπτυχθεί μέσω ευρείας διαβούλευσης και να πληροί τα υψηλότερα ευρωπαϊκά πρότυπα. Οι εποικοδομητικές συνομιλίες θα πρέπει να συνεχιστούν στο πλαίσιο του Brussels Group».
Η προαναγγελία ότι η κυβέρνηση προτίθεται να ανοίξει τη συζήτηση για το ασφαλιστικό και ειδικότερα για το συνταξιοδοτικό σύστημα. Η χρονική μετάθεση της επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων, οι οποίες θα προκύψουν, όπως αναφέρεται, έπειτα από ευρεία διαβούλευση και με υιοθέτηση των ευρωπαϊκών προτύπων. Πρόκειται για τρία θέματα τα οποία είχαν αναδειχθεί στα σημαντικότερα «αγκάθια» στις έως τώρα διαπραγματεύσεις και με τη χθεσινή εξέλιξη μπαίνουν στη συζήτηση, όπως φαίνεται με σαφή διάθεση συμβιβασμού.
Η χθεσινή εξέλιξη ήρθε ως αποτέλεσμα της δραματικής αύξησης της πίεσης προς την κυβέρνηση το αμέσως προηγούμενο 24ωρο, που εκδηλώθηκε σε δύο επίπεδα. Κατά πρώτον, με την έντονη δυσφορία που προκλήθηκε στους εταίρους από την ανακοίνωση του Μεγάρου Μαξίμου, το απόγευμα της Τρίτης, ότι δεν υπάρχει δυνατότητα συμφωνίας εξαιτίας διαφορετικών προσεγγίσεων στη διαπραγμάτευση και διαφορετικών προτεραιοτήτων ανάμεσα στο ΔΝΤ και την Κομισιόν, με την ελληνική κυβέρνηση να επιρρίπτει την ευθύνη για το αδιέξοδο σε αυτές τις διαφορές. Με δεδομένο ότι νωρίτερα, το πρωί της Τρίτης, ιδιαίτερα από την πλευρά της Κομισιόν, μεταδιδόταν η εικόνα ότι οι διαπραγματεύσεις προχωρούν ικανοποιητικά, η αιφνίδια κίνηση της Αθήνας να αναφερθεί σε αδυναμία συμφωνίας προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια, η οποία διατυπώθηκε αρμοδίως.
Το δεύτερο στοιχείο που έγειρε την πλάστιγγα και δρομολόγησε την χθεσινή εξέλιξη ήταν το σαφές μήνυμα του επικεφαλής της ΕΚΤ, Μ. Ντράγκι, προς τους κ. Γ. Δραγασάκη και Ευ. Τσακαλώτο ότι η Κεντρική Τράπεζα δεν πρόκειται να χαλαρώσει τους περιορισμούς ρευστότητας που έχει επιβάλει στην Ελλάδα. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης έσπευσε χθες με ανακοίνωσή του να διασκεδάσει τις όποιες εντυπώσεις δημιουργήθηκαν για διάσταση στο εσωτερικό της κυβέρνησης, μετά τη δική του δήλωση ότι η επίτευξη συμφωνίας είναι εφικτός και ρεαλιστικός στόχος, η οποία έγινε λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση από το Μαξίμου περί αδυναμίας συμφωνίας. Ωστόσο, είναι δεδομένο ότι κορυφαίοι υπουργοί που συμμετέχουν στη διαπραγμάτευση δεν είχαν ενημερωθεί για την πρόθεση του πρωθυπουργικού επιτελείου να προβεί σε αυτήν την κίνηση.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο πρωθυπουργός τις προηγούμενες ημέρες, μετά τη διάψευση των προσδοκιών της Αθήνας για πρόοδο των διαπραγματεύσεων που θα επέτρεπε ένα έκτακτο Eurogroup την περασμένη Δευτέρα, αμφιταλαντεύθηκε ανάμεσα στη σύγκρουση ή τον συμβιβασμό με τους εταίρους. Ορισμένοι εκ των στενών συνεργατών του, καθώς και μέλη της κυβέρνησης, ανάμεσά τους και ο Γ. Βαρουφάκης, τοποθετούνταν στις εισηγήσεις τους υπέρ της διατήρησης σκληρής γραμμής, που θα εκφραζόταν με την άρνηση πληρωμής της δόσης στο ΔΝΤ. Η χθεσινή συνομιλία Τσίπρα - Γιουνκέρ και η κοινή δήλωση, αλλά και η τηλεφωνική επικοινωνία του πρωθυπουργού με τον Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ, καταδεικνύουν ότι, τελικά, τείνουν να υπερισχύσουν οι πιο μετριοπαθείς φωνές και οι εισηγήσεις για συμβιβαστική τακτική, καθώς η έλλειψη ρευστότητας καθίσταται, πλέον, ασφυκτική.
Το πλαίσιο της συζήτησης
«Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζ.-Κ. Γιουνκέρ και ο Αλ. Τσίπρας είχαν σήμερα τηλεφωνική επικοινωνία. Κατέγραψαν την πρόοδο που έχει σημειωθεί τις τελευταίες ημέρες στις συνομιλίες μεταξύ της Ελλάδος και των εταίρων της στο ζήτημα της αναλυτικής δέσμης μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να ολοκληρωθεί επιτυχώς η αξιολόγηση. Ιδιαίτερη μνεία έγινε στη σημασία των μεταρρυθμίσεων για εκσυγχρονισμό του συνταξιοδοτικού συστήματος, ούτως ώστε να καταστεί δίκαιο, δημοσιονομικά βιώσιμο και αποτελεσματικό στην κατεύθυνση αποφυγής της φτώχειας της τρίτης ηλικίας. Επίσης, συζήτησαν την ανάγκη οι μισθολογικές εξελίξεις και οι θεσμοί της αγοράς εργασίας να διαδραματίσουν ένα υποστηρικτικό ρόλο στη δημιουργία θέσεων εργασίας, στην ανταγωνιστικότητα και στην κοινωνική συνοχή. Σε αυτό το πλαίσιο, υπήρξε σύγκλιση απόψεων γύρω από τον ρόλο ενός μοντέρνου και αποτελεσματικού συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων, το οποίο θα πρέπει να αναπτυχθεί μέσω ευρείας διαβούλευσης και να πληροί τα υψηλότερα ευρωπαϊκά πρότυπα. Οι εποικοδομητικές συνομιλίες θα πρέπει να συνεχιστούν στο πλαίσιο του Brussels Group».