Η ξενιτιά είναι σα να σου διαγράφουν τη ψυχή, τις αναμνήσεις, τα παιδικά σου χρόνια. Δεν
υπάρχεις»
«Ερ(η)μιά παιδάκι μ’. Ερ(η)μιά παντού!» Αυτά είναι τα πρώτα λόγια που θα ακούσει ο επισκέπτης στα Ηπειρώτικα χωριά. Από ποιους; Από τους κατοίκους. Από όσους έμειναν εκεί. Εκεί, ακλόνητοι στον τόπο τους διαλαλώντας: «Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις, όμως για λίγη περηφάνια το αξίζει». Άνθρωποι με αδούλωτη, υπερήφανη και καθαρή ηπειρώτικη σκέψη-βιγλάτορες και σηματωροί- της ανθρώπινης αξιοπρέπειας- «βγάζουν» κραυγή πόνου, θύμησης, αγωνίας και αγανάκτησης.
«Ανάθεμά σε ξενιτιά, με τα φαρμάκια πόχεις»
Γεμάτοι παράπονο και αξιοπρέπεια, καημό και ένα μεγάλο «περιμένω», αγναντεύουν στη στράτα τον ερχομό και ζουν με το όνειρο και θάμα, «μπας και έρθει κανένας Χ’στιανός, έστω και για μια μέρα, να μοσχοπορέψουμε».
Παράλληλα αναθεματίζουν…
«Παρηγοριά έχ' ο θάνατος και λησμονιά ο Χάρος,
μα ο ζωντανός ξεχωρισμός παρηγοριά δεν έχει.
Χωρίζ’ η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα
χωρίζονται τ’ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα
και κει που ξεχωρίζονται χορτάρι δε φυτρώνει».